αποποίησις

αποποίησις
(-εως) η отказ, отклонение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αποποίησις" в других словарях:

  • ἀποποίησις — disclaimer fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποποιήσει — ἀποποίησις disclaimer fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποποιήσεϊ , ἀποποίησις disclaimer fem dat sg (epic) ἀποποίησις disclaimer fem dat sg (attic ionic) ἀποποιέω unmake aor subj act 3rd sg (epic) ἀποποιέω unmake fut ind mid 2nd sg ἀποποιέω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποποίησιν — ἀποποίησις disclaimer fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποποίηση — η (AM ἀποποίησις) απόρριψη, μη αναγνώριση, αποδοκιμασία …   Dictionary of Greek

  • ἀποποιήσεως — ἀποποιήσεω̆ς , ἀποποίησις disclaimer fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποποιήσῃ — ἀποποιήσηι , ἀποποίησις disclaimer fem dat sg (epic) ἀποποιέω unmake aor subj mid 2nd sg ἀποποιέω unmake aor subj act 3rd sg ἀποποιέω unmake fut ind mid 2nd sg ἀ̱ποποιήσῃ , ἀποποιέω unmake futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱ποποιήσῃ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»